Greek Meaning of personified
προσωποποιημένος
Other Greek words related to προσωποποιημένος
Nearest Words of personified
- personifier => προσωποποίηση
- personify => προσωποποιώ
- personifying => προσωποποιώντας
- personize => εξατομικεύω
- personnel => προσωπικό
- personnel carrier => Μεταφορέας Προσωπικού
- personnel casualty => απώλειες προσωπικού
- personnel department => τμήμα προσωπικού
- personnel office => τμήμα προσωπικού
- personnel pouch => Τσέπη προσωπικού
Definitions and Meaning of personified in English
personified (imp. & p. p.)
of Personify
FAQs About the word personified
προσωποποιημένος
of Personify
ενσωματωμένο,εκφράστηκαν,ενσωμάτωσε,παραδειγματίζεται,εικονογραφημένο,ενσαρκωμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),αποτελέσθηκε,εκδηλώθηκε,εξατομικευμένη
ασώματος
personification => προσωποποίηση, personhood => Προσωπικότητα, personeity => προσωπικότητα, personator => µιμητής, personation => προσωποποίηση,