Greek Meaning of concretized
Ενσωματωμένο
Other Greek words related to Ενσωματωμένο
- πραγματοποιημένος
- ενσωματωμένο
- εκδηλώθηκε
- πραγματοποιημένο
- ενσωμάτωσε
- παραδειγματίζεται
- εκφράστηκαν
- εξωτερικευμένος
- ενσαρκωμένος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- αποτελέσθηκε
- υλοποιημένος
- εξατομικευμένη
- προσωποποιημένος
- συμβολίζεται
- (χαρακτηριστικό)
- ενσωματωμένος
- εικονογραφημένο
- εικόνα
- Αντικειμενοποιημένος
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of concretized
Definitions and Meaning of concretized in English
concretized
to become concrete, to make concrete, specific, or definite
FAQs About the word concretized
Ενσωματωμένο
to become concrete, to make concrete, specific, or definite
πραγματοποιημένος,ενσωματωμένο,εκδηλώθηκε,πραγματοποιημένο,ενσωμάτωσε,παραδειγματίζεται,εκφράστηκαν,εξωτερικευμένος,ενσαρκωμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
ασώματος
concretization => Ενσάρκωση, concreting => Σκυροδέτηση, concretes => σκυρόδεμα, concreted => μπετονένιος, concourses => αίθουσες επιβίβασης,