Greek Meaning of embodied
ενσωματωμένο
Other Greek words related to ενσωματωμένο
Nearest Words of embodied
Definitions and Meaning of embodied in English
embodied (s)
possessing or existing in bodily form
embodied (imp. & p. p.)
of Embody
FAQs About the word embodied
ενσωματωμένο
possessing or existing in bodily formof Embody
φαινομενικός,αισθητός,σωματικός,σκυρόδεμα,Δεκανέας,σωματικός,διακριτός,απτός,αντιληπτό,φυσικός
ασώματος,ασώματος,ασώματος,άμορφος,άυλος,ασώματος,άυλος,αόρατος,άυλος,Αΰλος
emblossom => ανθίζω, embloom => ανθίζω, emblemizing => συμβολίζοντας, emblemized => συμβολίζεται, emblemize => συμβολίζω,