Greek Meaning of discarnate

ασώματος

Other Greek words related to ασώματος

Definitions and Meaning of discarnate in English

Webster

discarnate (a.)

Stripped of flesh.

FAQs About the word discarnate

ασώματος

Stripped of flesh.

ασώματος,ασώματος,άμορφος,ασώματος,Αΰλος,ασώματος,αιθέριος ,άυλος,άυλος,ανεπαίσθητος

σκυρόδεμα,ενσωματωμένο,φυσικός,ουσιαστικός,φαινομενικός,Δεκανέας,σωματικός,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,υλικό

discardure => απόρριψη, discarding => απόρριψη, discarded => απορριφθεί, discard => απορρίπτω, discapacitate => καθιστώ ανίκανο,