Greek Meaning of discerned

διακρίνει

Other Greek words related to διακρίνει

Definitions and Meaning of discerned in English

Webster

discerned (imp. & p. p.)

of Discern

FAQs About the word discerned

διακρίνει

of Discern

παρατήρησε,θεωρείται,είδε,Στιγμένος,αντικρίζει,πιάστηκε,περιγράφεται,εξαίρετος,αντίκρισα,με μάτια

παραμελημένος,έχασε,παραβλεπόμενος,παρέλειψε,ξεπερασμένος

discernance => διάκριση, discernable => διακριτός, discernability => διακριτικότητα, discern => διακρίνω, disceptator => αντίπαλος,