Greek Meaning of discerned
διακρίνει
Other Greek words related to διακρίνει
- παρατήρησε
- θεωρείται
- είδε
- Στιγμένος
- αντικρίζει
- πιάστηκε
- περιγράφεται
- εξαίρετος
- αντίκρισα
- με μάτια
- ταυτοποιήθηκε
- κοίταξε (κάτι)
- σημείωσε
- Παρατηρήθηκε
- αντιλαμβανόμενος
- παρατήρησε
- τυφλός
- κατασκοπευμένη
- προβολής
- κοίταζε
- μαρτύρησε
- Παρακολούθησε (σε)
- θεωρούμενος
- εξετασθεί
- κοίταξε (επί)
- διακρίνω
- ένα σωρό
- έδωσε προσοχή
- επιθεωρήθηκε
- Βάζω τα μάτια μου σε κάτι
- φτιαγμένος
- σημαδεμένος
- επιλεγμένο
- παραλαβή
- Σαρωμένο
- εξετάστηκε
- βλέπω στα μάτια
- μελετήθηκε
- εξετασμένος
Nearest Words of discerned
Definitions and Meaning of discerned in English
discerned (imp. & p. p.)
of Discern
FAQs About the word discerned
διακρίνει
of Discern
παρατήρησε,θεωρείται,είδε,Στιγμένος,αντικρίζει,πιάστηκε,περιγράφεται,εξαίρετος,αντίκρισα,με μάτια
παραμελημένος,έχασε,παραβλεπόμενος,παρέλειψε,ξεπερασμένος
discernance => διάκριση, discernable => διακριτός, discernability => διακριτικότητα, discern => διακρίνω, disceptator => αντίπαλος,