Greek Meaning of attended (to)

Παρακολούθησε (σε)

Other Greek words related to Παρακολούθησε (σε)

Definitions and Meaning of attended (to) in English

attended (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word attended (to)

Παρακολούθησε (σε)

φρόντιζε (για),διακόνησε [ðiakónise],επεξεργασμένος,γιατρεμένος,παραποιημένο,γιατρεύτηκε,Φαρμακευτικός,θηλάζει,αποκατεστημένος,εγκαθίστατε

ανάπηρος,κατεστραμμένος,ανάπηρος,βλάβη,πόνος,εξασθενημένος,τραυματισμένος,παραμορφωμένος,ακρωτηριασμένο,τραυματισμένος

attendants => συνοδοί, attend (to) => συμμετέχει (σε), attempts => προσπάθειες, attainments => επιτεύγματα, attacks => Επιθέσεις,