Greek Meaning of lacerated
σχισμένος
Other Greek words related to σχισμένος
- Μώλωπας
- τραυματισμένος
- σφαγμένος
- κομμένο
- κέρατος
- παραβιάστηκε
- χαρακτό
- παραμορφωμένος
- τρυπητός
- πριονισμένος
- σχισμένος
- κομμένο σε φέτες
- σχισμή
- μαχαιρωμένος
- σκίζω
- ακρωτηριασμένος
- αναλυμένο
- Χαράγμενο
- σπασμένο
- σκαλισμένο
- σμιλεμένος
- ψιλοκομμένες
- σχισμένο
- σχισμή
- εγκάρσια τομή
- αποκόβω
- κομμένο σε κύβους
- ανατομικός
- κομμένος με σιδηροπρίονο
- παζαρεύω
- Τριμμένο
- εγκοπές
- σκισμένο
- ενοίκιο
- σκισμένος
- σχισμένος
- ψαλίδια
- τμηματωμένο
- αποκομμένος
- κλιμακωτός
- διαχωρίζω
Nearest Words of lacerated
Definitions and Meaning of lacerated in English
lacerated (s)
irregularly slashed and jagged as if torn
having edges that are jagged from injury
lacerated (imp. & p. p.)
of Lacerate
lacerated (p. a.)
Rent; torn; mangled; as, a lacerated wound.
Jagged, or slashed irregularly, at the end, or along the edge.
FAQs About the word lacerated
σχισμένος
irregularly slashed and jagged as if torn, having edges that are jagged from injuryof Lacerate, Rent; torn; mangled; as, a lacerated wound., Jagged, or slashed
Μώλωπας,τραυματισμένος,σφαγμένος,κομμένο,κέρατος,παραβιάστηκε,χαρακτό,παραμορφωμένος,τρυπητός,πριονισμένος
No antonyms found.
lacerate => σκίζω, lacerable => σχizable, lacer => σχίζω, lacepod => Δαντελωτή θήκη, lacemen => Δαντελουργοί,