FAQs About the word laceman

Δαντελουργός

A man who deals in lace.

No synonyms found.

No antonyms found.

lacelike => Δαντελένιος, lace-flower vine => Δαντέλα του βουνού, lacedaemonian => Λακεδαιμόνιος, laced => δεμένο, lace-bark => δαντελένιο φλοιός,