FAQs About the word lacer

σχίζω

a workman who laces shoes or footballs or books (during binding)

καλώδιο,σκοινί,σύρμα,σχοινί,κορδόνια,γραμμή,ακολουθία,τύπος,τρίζα,κορδόνι

ξεμπερδεύω,Ξετυλίγω,ξεμπερδεύω,χαλαρώνω,ξετυλίγω

lacepod => Δαντελωτή θήκη, lacemen => Δαντελουργοί, laceman => Δαντελουργός, lacelike => Δαντελένιος, lace-flower vine => Δαντέλα του βουνού,