Greek Meaning of hacksawed
κομμένος με σιδηροπρίονο
Other Greek words related to κομμένος με σιδηροπρίονο
- σκισμένος
- πριονισμένος
- σχισμένος
- κομμένο σε φέτες
- σχισμή
- διαχωρίζω
- Μώλωπας
- σφαγμένος
- Χαράγμενο
- σπασμένο
- ψιλοκομμένες
- σχισμένο
- σχισμή
- εγκάρσια τομή
- κόβω
- κομμένο
- παραβιάστηκε
- χαρακτό
- σχισμένος
- παραμορφωμένος
- τρυπητός
- ψαλίδια
- κλιμακωτός
- μαχαιρωμένος
- σκίζω
- ακρωτηριασμένος
- αναλυμένο
- σκαλισμένο
- σμιλεμένος
- αποκόβω
- κομμένο σε κύβους
- ανατομικός
- παζαρεύω
- Τριμμένο
- εγκοπές
- σκισμένο
- ενοίκιο
- σχισμένος
- τμηματωμένο
- αποκομμένος
Nearest Words of hacksawed
- hacks (off) => κόβω (με κόπο)
- hacks => χάκς
- hackney coaches => μισθωμένα οχήματα
- hacking (off) => χάκινγκ (απενεργοποίηση)
- hacking (around) => χακάρισμα (γύρω)
- hacked (off) => χackearisμένο
- hacked (around) => χακαρισμένο (γύρω)
- hack (off) => κόβω (off)
- hack (around) => Παρακάμπτω (γύρω)
- haciendas => χασιένδες
- hacksawing => Σιδηροπρίονο
- hacksaws => σιδηροπρίονα
- had a go at => προσπάθησε
- had a grip on => είχε δύναμη πάνω σε
- had a soft spot for => έχω μια αδυναμία για
- had at => είχε σε
- had done with => είχε τελειώσει με
- had on => φορούσε
- had one's eye on => είχε το μάτι του επάνω σε κάποιον
- had to do with => έπρεπε να κάνει με
Definitions and Meaning of hacksawed in English
hacksawed
a fine-tooth saw with a blade under tension in a frame that is used for cutting hard materials (such as metal), a saw used for cutting hard materials (as metal) that consists of a frame holding a blade with small teeth
FAQs About the word hacksawed
κομμένος με σιδηροπρίονο
a fine-tooth saw with a blade under tension in a frame that is used for cutting hard materials (such as metal), a saw used for cutting hard materials (as metal)
σκισμένος,πριονισμένος,σχισμένος,κομμένο σε φέτες,σχισμή,διαχωρίζω,Μώλωπας,σφαγμένος,Χαράγμενο,σπασμένο
No antonyms found.
hacks (off) => κόβω (με κόπο), hacks => χάκς, hackney coaches => μισθωμένα οχήματα, hacking (off) => χάκινγκ (απενεργοποίηση), hacking (around) => χακάρισμα (γύρω),