Greek Meaning of butchered

σφαγμένος

Other Greek words related to σφαγμένος

Definitions and Meaning of butchered in English

Webster

butchered (imp. & p. p.)

of Butcher

FAQs About the word butchered

σφαγμένος

of Butcher

σφαγμένος,κατεστραμμένος,Αποστολή,Εκτελέστηκε,σφαγιασμένος,δολοφονηθέντα,εξαντλημένος,δεκατισμένος,κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος, ερειπωμένος

βελτιωμένος,βελτιωμένος,βελτιωμένο,βοήθησε,βελτιωμένη,διορθωμένο,εκλεπτυσμένος,μεταρρυθμισμένος,Διορθωμένο,παραποιημένο

butcherbird => Κρεοφάγος, butcher shop => Χασάπικο , butcher paper => χαρτί κρεοπωλείου, butcher knife => Μαχαίρι κρεοπώλη, butcher cumberland => Χασάπης στο Cumberland,