Greek Meaning of repaired
επισκευάστηκε
Other Greek words related to επισκευάστηκε
Nearest Words of repaired
Definitions and Meaning of repaired in English
repaired (imp. & p. p.)
of Repair
FAQs About the word repaired
επισκευάστηκε
of Repair
διορθωμένο,σταθερός,Διορθωμένο,Ανακατασκευάσιμος,Μεταρρυθμιστικός,ανανεώσιμο,Επισκευάσιμο,αντιστρεπτός,παραμετροποιήσιμος,διορθώσιμο
αδιόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,Αναντικατάστατος,ανεπανόρθωτος,μη αναστρέψιμο,αμετάκλητος,ανεπανόρθωτος
repairable => Επισκευάσιμο, repair shop => Συνεργείο επισκευών, repair shed => Αποθήκη επισκευής, repair => Επισκευή, repaint => Βάψιμο ξανά,