Greek Meaning of chopped
ψιλοκομμένες
Other Greek words related to ψιλοκομμένες
Nearest Words of chopped
Definitions and Meaning of chopped in English
chopped (s)
prepared by cutting
chopped (imp. & p. p.)
of Chop
FAQs About the word chopped
ψιλοκομμένες
prepared by cuttingof Chop
κομμένο σε κύβους,τριμμένο,Τριμμένο,κομμένο σε φέτες,σπασμένο,έδαφος,Λεπτοκομμένο,σφαγμένος,Χαράγμενο,ανατομικός
No antonyms found.
chopness => τραχύτητα, chop-logic => σκεπτικιστική λογική, chopine => τσοπίνια, chopin => Σοπέν, chophouse => Χοπχάουζ,