FAQs About the word puréed

πολτοποιημένος

a thick soup having pureed vegetables as a base, a thick soup made of pureed vegetables, to make a puree of, to boil soft and then rub through a sieve, a paste

σπασμένο,ψιλοκομμένες,κομμένο σε κύβους,τριμμένο,έδαφος,ψιλοκομμένο,Λεπτοκομμένο,Τριμμένο,κομμένο σε φέτες,Χαράγμενο

No antonyms found.

purée => Πουρές, puppy dog => Σκυλάκι, pupping => γέννα, puppets => μαριονέτες, pupped => (κουτάβια),