Greek Meaning of touchable

απτός

Other Greek words related to απτός

Definitions and Meaning of touchable in English

Wordnet

touchable (a)

perceptible by the senses especially the sense of touch

Webster

touchable (a.)

Capable of being touched; tangible.

FAQs About the word touchable

απτός

perceptible by the senses especially the sense of touchCapable of being touched; tangible.

αισθητός,φυσικός,απτός,απτός,απτικός,ορατός,πραγματικός,αισθητός,σκυρόδεμα,σωματικός

άυλος,άυλος,άυλος,αφηρημένος,ασώματος,αιθέριος ,άμορφος,ανεπαίσθητος,ασώματος,ανούσιος

touch up => ρετουσάρισμα, touch typing => Δακτυλογράφηση χωρίς όραση, touch system => Μάτι εργασίας, touch sensation => Αίσθηση αφής, touch screen => Οθόνη αφής,