Greek Meaning of phenomenal
φαινομενικό
Other Greek words related to φαινομενικό
- μη φυσιολογικός
- Εξαιρετικός.
- εξαιρετικός
- Εξαιρετικός
- σπάνιος
- αξιοσημείωτος
- μοναδικός
- ασυνήθιστο
- εκκεντρικός
- ανώμαλος
- άτυπος
- υπερβαίνων
- απίστευτος
- αισθητός
- μονός
- περίεργος
- ενικός
- εντυπωσιακός
- ασυνήθιστος
- παράξενος/η
- εμφανής
- εκτραπείς
- εκκεντρικός
- ειδικός
- εξαιρετικός
- τέρας
- τρομακτικός
- ακατανόητος
- αδιανόητο
- τερατώδης
- αξιοσημείωτος
- εκκεντρικός
- υπερφυσικός
- εξέχων
- γραφικό
- εξέχων
- περίεργο
- αδιανόητος
- αδιανόητος
- ασυνήθιστος
- περίεργος
- παρεκκλίνων
- ασυνήθιστος
Nearest Words of phenomenal
Definitions and Meaning of phenomenal in English
phenomenal (a)
of or relating to a phenomenon
phenomenal (s)
exceedingly or unbelievably great
phenomenal (a.)
Relating to, or of the nature of, a phenomenon; hence, extraordinary; wonderful; as, a phenomenal memory.
FAQs About the word phenomenal
φαινομενικό
of or relating to a phenomenon, exceedingly or unbelievably greatRelating to, or of the nature of, a phenomenon; hence, extraordinary; wonderful; as, a phenomen
μη φυσιολογικός,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,Εξαιρετικός,σπάνιος,αξιοσημείωτος,μοναδικός,ασυνήθιστο,εκκεντρικός,ανώμαλος
κοινός,συνήθης,φυσιολογικός,συνηθισμένος,τυπικός,συνήθης,κάθε μέρα,γνώριμος,συχνός,μέτριος
phenomena => φαινόμενα, phenolphthalein => Φαινολοφθαλεΐνη, phenology => Φαινολογία, phenolic urea => Φαινολική ουρία, phenolic resin => φαινολική ρητίνη,