Greek Meaning of phenomenally

φαινομενικά

Other Greek words related to φαινομενικά

Definitions and Meaning of phenomenally in English

Wordnet

phenomenally (r)

to a phenomenal degree

FAQs About the word phenomenally

φαινομενικά

to a phenomenal degree

μη φυσιολογικός,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,Εξαιρετικός,σπάνιος,αξιοσημείωτος,μοναδικός,ασυνήθιστο,εκκεντρικός,ανώμαλος

κοινός,συνήθης,φυσιολογικός,συνηθισμένος,τυπικός,συνήθης,κάθε μέρα,γνώριμος,συχνός,μέτριος

phenomenalism => φαινομεναλισμός, phenomenal => φαινομενικό, phenomena => φαινόμενα, phenolphthalein => Φαινολοφθαλεΐνη, phenology => Φαινολογία,