Greek Meaning of phenotypical
φαινοτυπικός
Other Greek words related to φαινοτυπικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of phenotypical
- phenoxymethyl penicillin => Φαινοξυμεθυλοπενικιλλίνη
- phensuximide => Φαινσουξιμίδη
- phenyl => Φαινύλιο
- phenyl salicylate => Φαινυλοσαλικυλικό
- phenylalanine => Φαινυλαλανίνη
- phenylamine => Ανιλίνη
- phenylbutazone => Φαινυλοβουταζόνη
- phenylene => φαινυλένιο
- phenylephrine => Φαινυλεφρίνη
- phenylethylene => Φαινυλαιθυλένιο
Definitions and Meaning of phenotypical in English
phenotypical (a)
of or relating to or constituting a phenotype
FAQs About the word phenotypical
φαινοτυπικός
of or relating to or constituting a phenotype
No synonyms found.
No antonyms found.
phenotypic => Φαινοτυπικός, phenotype => Φαινότυπος, phenose => φαινόλη, pheno-safranine => Φαινό-σαφρανίνη, phenoplast => Φαινοπλαστό,