FAQs About the word phenylephrine

Φαινυλεφρίνη

a powerful vasoconstrictor used to dilate the pupils and relieve nasal congestion

No synonyms found.

No antonyms found.

phenylene => φαινυλένιο, phenylbutazone => Φαινυλοβουταζόνη, phenylamine => Ανιλίνη, phenylalanine => Φαινυλαλανίνη, phenyl salicylate => Φαινυλοσαλικυλικό,