Greek Meaning of phenylic
φαινύλιο
Other Greek words related to φαινύλιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of phenylic
- phenylethylene => Φαινυλαιθυλένιο
- phenylephrine => Φαινυλεφρίνη
- phenylene => φαινυλένιο
- phenylbutazone => Φαινυλοβουταζόνη
- phenylamine => Ανιλίνη
- phenylalanine => Φαινυλαλανίνη
- phenyl salicylate => Φαινυλοσαλικυλικό
- phenyl => Φαινύλιο
- phensuximide => Φαινσουξιμίδη
- phenoxymethyl penicillin => Φαινοξυμεθυλοπενικιλλίνη
Definitions and Meaning of phenylic in English
phenylic (a.)
Pertaining to, derived from, or containing, phenyl.
FAQs About the word phenylic
φαινύλιο
Pertaining to, derived from, or containing, phenyl.
No synonyms found.
No antonyms found.
phenylethylene => Φαινυλαιθυλένιο, phenylephrine => Φαινυλεφρίνη, phenylene => φαινυλένιο, phenylbutazone => Φαινυλοβουταζόνη, phenylamine => Ανιλίνη,