Greek Meaning of concur (with)
Συμφωνώ (με)
Other Greek words related to Συμφωνώ (με)
Nearest Words of concur (with)
Definitions and Meaning of concur (with) in English
concur (with)
No definition found for this word.
FAQs About the word concur (with)
Συμφωνώ (με)
συμφωνώ (με),Μαρτυρώ,επαληθεύω,πιστοποιώ,βεβαιώνω,επιβεβαιώνω,επιβεβαιώνω,τεκμηριώνω,εγγυώμαι,μάρτυρας
Αντιφάσκεται,διαφωνώ (με),πρόκληση,διαγωνισμός,διαμάχη,ερώτηση,διαψεύδω,αντικρούω,διαψεύδω
concur (in) => [συμμετέχω (σε)], concretizing => συγκεκριμενοποίηση, concretized => Ενσωματωμένο, concretization => Ενσάρκωση, concreting => Σκυροδέτηση,