Greek Meaning of concur (in)
[συμμετέχω (σε)]
Other Greek words related to [συμμετέχω (σε)]
Nearest Words of concur (in)
Definitions and Meaning of concur (in) in English
concur (in)
No definition found for this word.
FAQs About the word concur (in)
[συμμετέχω (σε)]
χειροκροτώ,εγκρίνει (κάτι),Επιστροφή (πίσω),φροντίδα,χαιρετισμός,ετοιμότητα,εγγραφείτε (σε),υποστήριξη,Διατηρώ,αποδέχομαι
καταδικάζω,επικρίνω,καταγγέλλω,αποδοκιμάζει (κάτι),συνοφρυώνομαι (σε ή πάνω),μομφή,διάολε,απαξιώνω,υποτιμώ,αποθαρρύνω
concretizing => συγκεκριμενοποίηση, concretized => Ενσωματωμένο, concretization => Ενσάρκωση, concreting => Σκυροδέτηση, concretes => σκυρόδεμα,