Greek Meaning of realized
πραγματοποιημένο
Other Greek words related to πραγματοποιημένο
Nearest Words of realized
Definitions and Meaning of realized in English
realized (s)
successfully completed or brought to an end
realized (imp. & p. p.)
of Realize
FAQs About the word realized
πραγματοποιημένο
successfully completed or brought to an endof Realize
επιτευχθείς,επιτεύχθηκε,επιτεύχθηκε,ολοκληρωμένο,κατέληξε,έγινε,τελείωσε,τελειωμένος,πάνω από,λήξη
συνεχόμενος,ατελής,σε εξέλιξη,ημιτελές,ημιτελής,Ατελείωτος
realize => συνειδητοποιώ, realization => συνειδητοποίηση, realizable => υλοποιήσιμη, reality principle => αρχή της πραγματικότητας, reality check => Έλεγχος πραγματικότητας,