Greek Meaning of personifier

προσωποποίηση

Other Greek words related to προσωποποίηση

Definitions and Meaning of personifier in English

Webster

personifier (n.)

One who personifies.

FAQs About the word personifier

προσωποποίηση

One who personifies.

εικόνα,Ενσάρκωση,εκδήλωση,αφηρημένος,άβαταρ,ενσωματώνω,ενσάρκωση,Ουσία,εξωτερικεύω,διάνοια

No antonyms found.

personified => προσωποποιημένος, personification => προσωποποίηση, personhood => Προσωπικότητα, personeity => προσωπικότητα, personator => µιμητής,