Greek Meaning of customer

πελάτης

Other Greek words related to πελάτης

Definitions and Meaning of customer in English

Wordnet

customer (n)

someone who pays for goods or services

FAQs About the word customer

πελάτης

someone who pays for goods or services

Πελάτης,καλεσμένος,προστάτης,αγοραστής,καταναλωτής,χρήστης,λογαριασμός,Περιηγητής,Ανταποκριτής,τελικός χρήστης

μεσίτης,έμπορος,πωλητής,Πωλητής,προμηθευτής,περίφραξη,καταστηματάρχης,έμπορος

custom-built => κατόπιν παραγγελίας, customary => συνήθης, customarily => συνήθως, custom => συνήθεια, custody case => υπόθεση επιμέλειας,