FAQs About the word vendee

αγοραστής

a person who buysThe person to whom a thing is vended, or sold; -- the correlative of vendor.

αγοραστής,καταναλωτής,αγοραστής,χρήστης,Περιηγητής,Πελάτης,Ανταποκριτής,πελάτης,τελικός χρήστης,προοπτική

μεσίτης,έμπορος,πωλητής,Πωλητής,προμηθευτής,καταστηματάρχης,έμπορος,περίφραξη

vended => πουλήθηκε, vendace => Μενίπι, vendable => εμπορεύσιμο, vend => πουλώ, venatorial => κυνηγετικό,