Greek Meaning of homo
Ομοφυλόφιλος
Other Greek words related to Ομοφυλόφιλος
- μωρό
- (είναι)
- πουλί
- σώμα
- σώμα
- Μπισκότο
- πλάσμα
- Πάπια
- αυγό
- τύπος
- ομινοειδές
- άνθρωπος
- άνθρωπος
- ανθρωποειδής
- άτομο
- ζωή
- άντρας
- θνητός
- πάρτι
- άτομο
- Πρόσωπο
- ανιχνευτής
- διαλέγω
- ψυχή
- δείγμα
- αδελφός
- Διασημότητα
- Χαρακτήρας
- μπισκότο
- πελάτης
- διάβολος
- Πρόσωπο
- συνάδελφος
- κεφάλι
- γείτονας
- εαυτό
- αλήτης
- κάποιος
- άκαμπτος
- πράγμα
- wight
- αδελφός fellow
- προσωπικότητα
Nearest Words of homo
- homo- => ομο-
- homo erectus => Όρθιος άνθρωπος
- homo habilis => Homo habilis
- homo heidelbergensis => Άνθρωπος της Χαϊδελβέργης
- homo rhodesiensis => Homo rhodesiensis
- homo sapiens => Άνθρωπος ο σόφος
- homo sapiens neanderthalensis => Homo sapiens neanderthalensis
- homo sapiens sapiens => Homo sapiens sapiens
- homo soloensis => Homo soloensis
- homobasidiomycetes => Ομοβάσδιο μύκητες
Definitions and Meaning of homo in English
homo (n)
someone who is sexually attracted to persons of the same sex
any living or extinct member of the family Hominidae characterized by superior intelligence, articulate speech, and erect carriage
FAQs About the word homo
Ομοφυλόφιλος
someone who is sexually attracted to persons of the same sex, any living or extinct member of the family Hominidae characterized by superior intelligence, artic
μωρό,(είναι),πουλί,σώμα,σώμα,Μπισκότο,πλάσμα,Πάπια,αυγό,τύπος
ζώο,Θηρίο,βάρβαρος,κτήνος,πλάσμα
hommos => Χούμους, hommocky => ανώμαλος, hommock => Χώρος, homish => οικιακός, hominy grits => χυλός αραβοσίτου,