Greek Meaning of amounting (to)
ανέρχεται (σε)
Other Greek words related to ανέρχεται (σε)
Nearest Words of amounting (to)
Definitions and Meaning of amounting (to) in English
amounting (to)
to produce (a total) when added together, to be the same in meaning or effect as (something)
FAQs About the word amounting (to)
ανέρχεται (σε)
to produce (a total) when added together, to be the same in meaning or effect as (something)
προσθέτοντας (σε),---- καταγράφοντας σε,Ερχόμενος (σε),μέτρηση (έως),αρίθμηση,Αθροίζοντας (σε ή μέσα),συνολικά,συγκεντρώνοντας,μέσος,συμπεριέλαβε
No antonyms found.
amounted (to) => ανήλθε, amount (to) => ποσό (σε), amorists => εραστές, amnesties => αμνηστίες, amendments => τροποποιήσεις,