Greek Meaning of totalling
συνολικά
Other Greek words related to συνολικά
- κτίριο
- ανεγείροντας
- επιδιόρθωση
- σχηματίζοντας
- κατασκευή
- ανατροφή
- ανατροφή
- επισκευή
- κατασκευή
- Δημιουργώντας
- παραγωγική
- Βάζοντας
- ρύθμιση
- συναρμολόγηση
- ίδρυση
- κατασκευή
- μόρφωση
- Σφυρηλάτηση
- Καδράρισμα
- Εγκαθιδρύοντας
- εφεύρεση
- κατασκευή
- μούχλα
- οργάνωση
- patch
- προστατευτικός
- αποταμίευση
- διαμόρφωση
- προκαλώντας
- συγκροτούν
- διατηρητέο
- ανακαίνιση
- ανανέωση
- Θεραπεία
- Πατρότητα
- ιδρυτικός
- επισκευή
- ανοικοδόμηση
- Αποκατάσταση
- διατήρησης
- ανακατασκευή
- ανακαίνιση
Nearest Words of totalling
Definitions and Meaning of totalling in English
totalling ()
of Total
FAQs About the word totalling
συνολικά
of Total
συγκεντρώνοντας,εξισώνοντας,μέτρηση,αρίθμηση,μέσος,ισούται,φτάνοντας,ανέρχεται (σε),---- καταγράφοντας σε,Ερχόμενος (σε)
κτίριο,ανεγείροντας,επιδιόρθωση,σχηματίζοντας,κατασκευή,ανατροφή,ανατροφή,επισκευή,κατασκευή,Δημιουργώντας
totalled => σύνολο, totalizer => Σύνολο, totalize => συνολοποιώ, totalizator => τοταλ, totalization => αθροιστική,