Greek Meaning of bringing about

προκαλώντας

Other Greek words related to προκαλώντας

Definitions and Meaning of bringing about in English

bringing about

to cause to happen, to cause to take place

FAQs About the word bringing about

προκαλώντας

to cause to happen, to cause to take place

φέρνοντας,προκαλώντας,κάνει,δημιουργώντας,Υποδεικνύωντας,Δημιουργώντας,αντλώντας από,που προκαλεί,παραγωγική,που προκύπτει σε

εμποδίζοντας,περιοριστικός,περιοριστικός,Κατεβάζω,συναρπαστικός,έλεγχος,Ελεγχόμενος,συντριπτικός,κράσπεδο,απόσβεση

bring to light => αποκαλύπτω, bring to account => ανακρίνω, brims => γείσα, brilliants => λαμπερά, brilliances => λάμψεις,