Greek Meaning of bringing

φέρνοντας

Other Greek words related to φέρνοντας

Definitions and Meaning of bringing in English

Wordnet

bringing (n)

the act of delivering or distributing something (as goods or mail)

Webster

bringing (p. pr. & vb. n.)

of Bring

FAQs About the word bringing

φέρνοντας

the act of delivering or distributing something (as goods or mail)of Bring

προκαλώντας,κάνει,δημιουργώντας,Υποδεικνύωντας,λειτουργική,Δημιουργώντας,παραγωγική,γέννα,αναπαραγωγή,αποτελεσματικός

έλεγχος,Ελεγχόμενος,συντριπτικός,εμποδίζοντας,περιοριστικός,περιοριστικός,κατασταλτικός,κατάργηση,συναρπαστικός,κράσπεδο

bringer => φορέας, bring up => ανατρέφω, bring to bear => επισημαίνω, bring to => φέρω κάτι κάπου, bring through => φέρνω μέσα απο,