Greek Meaning of catalyzing
καταλυτικός
Other Greek words related to καταλυτικός
- φέρνοντας
- προκαλώντας
- κάνει
- δημιουργώντας
- Υποδεικνύωντας
- Δημιουργώντας
- παραγωγική
- γέννα
- αποτελεσματικός
- πραγματοποιούντας
- ενθαρρυντικός
- γεννώντας
- επαγωγική
- επικαλούμενο
- κατασκευή
- προκαλώντας
- λειτουργική
- υποχωρητικός
- προκαλώντας
- αντλώντας από
- που προκαλεί
- προώθηση
- που προκύπτει σε
- μεταφράζοντας (σε)
- προελαύνοντας
- γέννηση
- αρχή
- αναπαραγωγή
- αποφασίζοντας
- υπισχνόμενος
- υπό ανάπτυξη
- ψήφιση
- ίδρυση
- προώθηση
- καλλιέργεια
- ιδρυτικός
- περαιτέρω
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- Εγκαθιδρύοντας
- εισαγωγή
- εκκίνηση
- θρεπτικός
- Πρωτοποριακός
- απόδοση
- ρύθμιση
- αρχή
- φέρνοντας μπροστά
- φέρνοντας
- ευνοϊκός (προς)
- συνεισφέροντας (σε)
- Καλλιεργώ
- ρύθμιση
- Ελεγχόμενος
- συντριπτικός
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- περιοριστικός
- περιοριστικός
- κατασταλτικός
- συναρπαστικός
- έλεγχος
- κράσπεδο
- απόσβεση
- Καταστροφικός
- ακύρωση
- καταστολή
- καταπιεστικός
- συγκρατημένος
- Καθυστερημένος
- ασφυκτικός
- αποπνικτικός
- Κατεβάζω
- σύνθλιψη
- καταπιεστικός
- δαμάζοντας
- κατάργηση
- κονσερβοποίηση
- κατεδάφιση
- κατάσβεση
- εκκαθάριση
- σκλήρυνση
- (καταπνίγω)
- καταστολή (σε)
- περιορισμός (σε)
- καταπραϋντικό
Nearest Words of catalyzing
Definitions and Meaning of catalyzing in English
catalyzing
bring about, inspire, to alter significantly by or as if by catalysis, to bring about or produce by chemical catalysis, to bring about the catalysis of (a chemical reaction)
FAQs About the word catalyzing
καταλυτικός
bring about, inspire, to alter significantly by or as if by catalysis, to bring about or produce by chemical catalysis, to bring about the catalysis of (a chemi
φέρνοντας,προκαλώντας,κάνει,δημιουργώντας,Υποδεικνύωντας,Δημιουργώντας,παραγωγική,γέννα,αποτελεσματικός,πραγματοποιούντας
Ελεγχόμενος,συντριπτικός,εμποδίζοντας,ανασταλτικός,περιοριστικός,περιοριστικός,κατασταλτικός,συναρπαστικός,έλεγχος,κράσπεδο
catalyzes => καταλύει, catalyzers => καταλύτες, catalyzer => καταλύτης, catalyzed => καταλυμένος, catalysts => καταλύτες,