Greek Meaning of instituting

Εγκαθιδρύοντας

Other Greek words related to Εγκαθιδρύοντας

Definitions and Meaning of instituting in English

Webster

instituting (p. pr. & vb. n.)

of Institute

FAQs About the word instituting

Εγκαθιδρύοντας

of Institute

ίδρυση,ιδρυτικός,έναρξη,εισαγωγή,εκκίνηση,Πρωτοποριακός,Δημιουργώντας,αρχή,εγκαινιάζοντας,οργάνωση

κατάργηση,κλείσιμο (κλείσιμο),σταδιακή κατάργηση,κλείνοντας (πάνω),εξολοθρευτικός,ακύρωση,τέλος,φινίρισμα,ανακοπή,ακυρώνει

instituter => ιδρυτής, instituted => εδραιωμένος, institute => Ινστιτούτο, instipulate => δεν καθορίζω, instinctivity => ενστικτικότητα,