Greek Meaning of thinking (up)
σκέψη (πάνω)
Other Greek words related to σκέψη (πάνω)
- ερχόμενος με
- παρασκευάζω
- κατασκευή
- μαγείρεμα
- σχεδίαση
- τύμπανο
- εφεύρεση
- Βαμπιρισμός (πάνω)
- σχεδιάζοντας
- στοχαστικός
- Μακιγιάζ
- κατασκευή
- παραγωγική
- πλαστογραφείν
- νομισματοκοπία
- συλλαμβάνω
- επινοώντας
- Ονειροπόλημα ξύπνιοι
- ονειρευόμενος
- όραμα
- κατασκευή
- φαντασιωνόμενος
- εκκόλαψη
- φανταζόμενος
- αυτοσχεδιάζοντας
- οπτικοποιώντας
Nearest Words of thinking (up)
- thinking (of) => σκεφτόμενος (για)
- thinking (about or over) => σκέψη (για ή πάνω από)
- thinkers => στοχαστές
- think better of => Σκέφτομαι καλύτερα
- think (up) => σκέφτομαι (πάνω)
- think (of) => σκέφτομαι (κάτι)
- think (about or over) => σκέφτομαι (κάτι ή για κάτι)
- thingness => αντικειμενικότητα
- thin on the ground => Σπάνιος σαν το σαφράν
- thimblerigs => ζαριά
Definitions and Meaning of thinking (up) in English
thinking (up)
to use one's mind to form or invent (something)
FAQs About the word thinking (up)
σκέψη (πάνω)
to use one's mind to form or invent (something)
ερχόμενος με,παρασκευάζω,κατασκευή,μαγείρεμα,σχεδίαση,τύμπανο,εφεύρεση,Βαμπιρισμός (πάνω),σχεδιάζοντας,στοχαστικός
κλωνοποίηση,αντιγραφή,αντιγραφή,Μιμούμενος (masc. sing.),μιμούμενος,πολλαπλασιασμός,αναπαραγωγή,αντιγραφή,αντιγράφοντας
thinking (of) => σκεφτόμενος (για), thinking (about or over) => σκέψη (για ή πάνω από), thinkers => στοχαστές, think better of => Σκέφτομαι καλύτερα, think (up) => σκέφτομαι (πάνω),