Greek Meaning of think (of)

σκέφτομαι (κάτι)

Other Greek words related to σκέφτομαι (κάτι)

Definitions and Meaning of think (of) in English

think (of)

to be very worried/fearful about

FAQs About the word think (of)

σκέφτομαι (κάτι)

to be very worried/fearful about

ανάκληση,θυμάμαι,Ανάδρομη ανάμνηση (σε),γυρίζω πίσω (σε),Ανακαλώ (πίσω),ανατρέχω (σε),μυαλό,θυμάμαι,θυμίζω,θυμάμαι

ξεχάσω,κενό (έξω),αδιαφορία,ξεχνώ,χάσει,νοσταλγώ,αμέλεια,παραβλέπω,ξεμάθω,θυμάμαι λάθος

think (about or over) => σκέφτομαι (κάτι ή για κάτι), thingness => αντικειμενικότητα, thin on the ground => Σπάνιος σαν το σαφράν, thimblerigs => ζαριά, thigh-slappers => Γέλια που σε κάνουν να χτυπάς το μηρό σου,