Greek Meaning of cloning
κλωνοποίηση
Other Greek words related to κλωνοποίηση
Nearest Words of cloning
Definitions and Meaning of cloning in English
cloning (n)
a general term for the research activity that creates a copy of some biological entity (a gene or organism or cell)
FAQs About the word cloning
κλωνοποίηση
a general term for the research activity that creates a copy of some biological entity (a gene or organism or cell)
αντιγραφή,απόδοση,πολλαπλασιασμός,αναπαραγωγή,αντιγραφή,Μιμούμενος (masc. sing.),ανακατασκευή,Αναψυκτικός,αντιγραφή,πλαστογραφία
Δημιουργώντας,προερχόμενος,φανταζόμενος,έναρξη,εφεύρεση
clonidine => Κλονιδίνη, clonic => κλονικός, clong => κλονκ, clone => κλώνος, clonal => Κλωνικός,