Greek Meaning of forging
Σφυρηλάτηση
Other Greek words related to Σφυρηλάτηση
- προελαύνοντας
- ερχομένων
- κάνει
- πηγαίνω
- πορεία
- διαδικασία
- προοδευτικός
- Επιταχυνόμενος
- διέρχομαι
- ρυθμός
- ωθώντας
- υπερβολική ταχύτητα
- ταξιδεύω
- έρχεται
- Νικώντας το έδαφος
- τα πηγαίνω καλά
- παίρνω
- συνεχίζοντας
- Φεύγω
- ενεργοποιημένος
- προσεγγίζοντας
- οδήγηση
- επιτακτικός
- ταξιδεύοντας
- πλησιάζοντας
- περνώντας
- προωθητική
- επισκευή
- τρέξιμο
- ταξίδι
- ελικοειδής
- Γρήγορη προώθηση
- παίρνοντας έξω
- συναρπαστικός
- αποκλεισμός
- έλεγχος
- ανακοπή
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εναπομείναν
- Καθυστερημένος
- όρθιος
- στάση
- διαμονή
- Ριζοποίηση
- κατασταλτικός
- καθυστέρηση
- κράτηση
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- διακόπτωντας
- τσίμπημα
- παύση
- καταπιεστικός
- στάση
- Υποανάπτυξη
- αναμονή
- συγκράτηση
- Επιβράδυνση (κάτω ή πάνω)
- αντίσταση
- παύοντας
- παλινδρόμηση
- κράμπες
Nearest Words of forging
Definitions and Meaning of forging in English
forging (n)
shaping metal by heating and hammering
forging (p. pr. & vb. n.)
of Forge
forging (n.)
The act of shaping metal by hammering or pressing.
The act of counterfeiting.
A piece of forged work in metal; -- a general name for a piece of hammered iron or steel.
FAQs About the word forging
Σφυρηλάτηση
shaping metal by heating and hammeringof Forge, The act of shaping metal by hammering or pressing., The act of counterfeiting., A piece of forged work in metal;
προελαύνοντας,ερχομένων,κάνει,πηγαίνω,πορεία,διαδικασία,προοδευτικός,Επιταχυνόμενος,διέρχομαι,ρυθμός
συναρπαστικός,αποκλεισμός,έλεγχος,ανακοπή,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εναπομείναν,Καθυστερημένος,όρθιος
forgettingly => ξεχασιάρης, forgetting => λήθη, forgetter => ξεχασιάρης, forgettable => αξέχαστος, forget-me-not => μη-με-λησμώνατε,