Greek Meaning of forgetfully

ξεχασιάρικα

Other Greek words related to ξεχασιάρικα

Definitions and Meaning of forgetfully in English

Wordnet

forgetfully (r)

in a forgetful manner

Webster

forgetfully (adv.)

In a forgetful manner.

FAQs About the word forgetfully

ξεχασιάρικα

in a forgetful mannerIn a forgetful manner.

απρόσεκτος,απορημένος,μπερδεμένος,ανυποψίαστος,προβληματισμένος,απών,αφηρημένος,αμνησιακός,απρόσεκτος,ζαλισμένος

συναγερμός,προσεκτικός, προσεκτική,ξύπνιος,προσεκτικός,απότομος,ρετέντιβο,κοφτερός,άγρυπνος,επαγρυπνών,ξύπνιος

forgetful person => Ξεχασιάρης, forgetful => ξεχασιάρης, forget me drug => φάρμακο της λήθης, forget => ξεχάσω, forgery => πλαστογραφία,