Greek Meaning of ceasing

παύοντας

Other Greek words related to παύοντας

Definitions and Meaning of ceasing in English

Webster

ceasing (p. pr. & vb. n.)

of Cease

FAQs About the word ceasing

παύοντας

of Cease

κλείσιμο,τελικός,παραιτούμενος,διακοπή,ετοιμοθάνατος,τέλος,λήγει,φινίρισμα,λήγoν,περνώντας

υπολείμματα,εναπομείναν,υπολειπόμενο,μόνιμος,συνεχόμενος,ανθεκτικός,διαρκής,επίμονος,επίμονος,υποβάλλοντας προσφορά

ceaselessness => αδιάκοπος, ceaselessly => αδιάκοπα, ceaseless => αδιάκοπος, cease-fire => κατάπαυση του πυρός, ceased => Έπαψε,