Greek Meaning of perduring

μόνιμος

Other Greek words related to μόνιμος

Definitions and Meaning of perduring in English

perduring

to continue to exist

FAQs About the word perduring

μόνιμος

to continue to exist

μόνιμος,ανθεκτικός,διαρκής,επίμονος,υπολειπόμενο,συνεχόμενος,κρατώντας,Τήρηση,επίμονος,υποβάλλοντας προσφορά

μειούμενου,Πεθαίνει (κάτω),άμπωτης,τέλος,χαλαρώνω,υποχωρών,φθίνουσα,παύοντας,κλείσιμο,τελικός

perdured => συνεχίστηκε, perditions => καταστροφές, percolating (into) => διαποτίζω (μέσα σε), percolates => διηθείται, percolated (into) => διηθείται (μέσα σε),