Greek Meaning of peregrinated

περιπλανάται

Other Greek words related to περιπλανάται

Definitions and Meaning of peregrinated in English

peregrinated

to travel especially on foot, to walk or travel over

FAQs About the word peregrinated

περιπλανάται

to travel especially on foot, to walk or travel over

καλυμμένος,σταυρωμένος,κοπή (μέσα από),ακολούθησε,πλοηγήθηκε,πέρασε (πάνω από),κατά μήκος,ταξίδεψε,ταξίδεψε,διάσχισε

No antonyms found.

perduring => μόνιμος, perdured => συνεχίστηκε, perditions => καταστροφές, percolating (into) => διαποτίζω (μέσα σε), percolates => διηθείται,