Greek Meaning of subsiding
υποχωρών
Other Greek words related to υποχωρών
Nearest Words of subsiding
Definitions and Meaning of subsiding in English
subsiding (n)
a gradual sinking to a lower level
FAQs About the word subsiding
υποχωρών
a gradual sinking to a lower level
μειούμενου,Πεθαίνει (κάτω),άμπωτης,μετριαστικός,φθίνουσα,παύοντας,κλείσιμο,τελικός,ετοιμοθάνατος,τέλος
υπολείμματα,επίμονος,εναπομείναν,υπολειπόμενο,μόνιμος,συνεχόμενος,ανθεκτικός,διαρκής,επίμονος,υποβάλλοντας προσφορά
subsidiary ledger => Βοηθητικός λογαριασμός, subsidiary company => Θυγατρική εταιρεία, subsidiary => θυγατρική εταιρεία, subsidiarity => επικουρικότητα, subsidence => καθίζηση,