Greek Meaning of lapsing
λήγoν
Other Greek words related to λήγoν
Nearest Words of lapsing
- lapstone => Ακόνι
- lapstrake => Κλίνκερ
- lap-strake => Κατασκευή με επικαλυπτόμενες σανίδες
- lap-straked => Με επικαλυπτόμενες σανίδες
- lapstreak => Κάλυμμα σκαριών
- lap-streak => Κλίνκερ
- lap-streaked => Επικαλυπτόμενο
- laptev sea => Θάλασσα των Λαπτέφ
- laptop computer => Φορητός υπολογιστής
- laputa => Λαπούτα
Definitions and Meaning of lapsing in English
lapsing (n)
a failure to maintain a higher state
lapsing (p. pr. & vb. n.)
of Lapse
FAQs About the word lapsing
λήγoν
a failure to maintain a higher stateof Lapse
παύοντας,κλείσιμο,τελικός,ετοιμοθάνατος,τέλος,λήγει,φινίρισμα,περνώντας,στάση,καταληκτικός
υπολείμματα,επίμονος,εναπομείναν,υπολειπόμενο,μόνιμος,συνεχόμενος,ανθεκτικός,διαρκής,επίμονος,υποβάλλοντας προσφορά
lapsided => ασύμμετρος, lapsible => αναδιπλούμενο, lapsed => λήγειν, lapse => λάθος, lapsable => εκπνεύσιμος,