Greek Meaning of lapsing

λήγoν

Other Greek words related to λήγoν

Definitions and Meaning of lapsing in English

Wordnet

lapsing (n)

a failure to maintain a higher state

Webster

lapsing (p. pr. & vb. n.)

of Lapse

FAQs About the word lapsing

λήγoν

a failure to maintain a higher stateof Lapse

παύοντας,κλείσιμο,τελικός,ετοιμοθάνατος,τέλος,λήγει,φινίρισμα,περνώντας,στάση,καταληκτικός

υπολείμματα,επίμονος,εναπομείναν,υπολειπόμενο,μόνιμος,συνεχόμενος,ανθεκτικός,διαρκής,επίμονος,υποβάλλοντας προσφορά

lapsided => ασύμμετρος, lapsible => αναδιπλούμενο, lapsed => λήγειν, lapse => λάθος, lapsable => εκπνεύσιμος,