FAQs About the word subsidizer

επιχορηγός

someone who assists or supports by giving a subsidy

οικονομικά,Ταμείο,δωρεά,καθιερώστε,βρέθηκε,υποστήριξη,βραβείο,κληροδοτώ,συνεισφέρω,δωρίσει

αφαιρούμε χρηματοδότηση,ζωγραφίζω,λαμβάνω,αφαιρώ την κυριότητα,επιβιώνω

subsidized => επιδοτούμενο, subsidize => επιδοτώ, subsidization => επιχορήγηση, subsidiser => επιχορηγήτης, subsidised => επιδοτούμενος,