Greek Meaning of subsidizer
επιχορηγός
Other Greek words related to επιχορηγός
Nearest Words of subsidizer
Definitions and Meaning of subsidizer in English
subsidizer (n)
someone who assists or supports by giving a subsidy
FAQs About the word subsidizer
επιχορηγός
someone who assists or supports by giving a subsidy
οικονομικά,Ταμείο,δωρεά,καθιερώστε,βρέθηκε,υποστήριξη,βραβείο,κληροδοτώ,συνεισφέρω,δωρίσει
αφαιρούμε χρηματοδότηση,ζωγραφίζω,λαμβάνω,αφαιρώ την κυριότητα,επιβιώνω
subsidized => επιδοτούμενο, subsidize => επιδοτώ, subsidization => επιχορήγηση, subsidiser => επιχορηγήτης, subsidised => επιδοτούμενος,