Greek Meaning of cease
σταματάω
Other Greek words related to σταματάω
- Συμπεραίνουμε
- τέλος
- λήγει
- σταματώ
- σταματάω
- τερματισμός
- κοντά
- καθορίζω
- διακόπτω
- παρέρχομαι
- τέλος
- πηγαίνω
- λάθος
- σταματώ
- αφήνω κάτι
- περάσει
- παραιτούμαι
- τελειώνω
- μειώνω
- Δαγκώνω σκόνη
- βλάβη
- σπάω
- χωρισμός
- κόβω
- Αδιέξοδο
- (αποφύγω (από)
- παραιτούμαι
- απολύω
- Κουβάλημα
- παύση
- απέχω (από)
- περίπτερο
- μένω
- Αναστέλλω
- κλείνω το μάτι
Nearest Words of cease
Definitions and Meaning of cease in English
cease (n)
(`cease' is a noun only in the phrase `without cease') end
cease (v)
put an end to a state or an activity
have an end, in a temporal, spatial, or quantitative sense; either spatial or metaphorical
cease (v. i.)
To come to an end; to stop; to leave off or give over; to desist; as, the noise ceased.
To be wanting; to fail; to pass away.
cease (v. t.)
To put a stop to; to bring to an end.
cease (n.)
Extinction.
FAQs About the word cease
σταματάω
(`cease' is a noun only in the phrase `without cease') end, put an end to a state or an activity, have an end, in a temporal, spatial, or quantitative sense; ei
Συμπεραίνουμε,τέλος,λήγει,σταματώ,σταματάω,τερματισμός,κοντά,καθορίζω,διακόπτω,παρέρχομαι
συνεχίζω,επεκτείνω,κράτα γερά,παρατείνω,βγάζω έξω,παρατείνειν
ce => αυτός, cd-wo => CD-wo, cd-rom drive => Συσκευή ανάγνωσης CD-ROM, cd-rom => CD-ROM, cd-r => CD-R,