Greek Meaning of desist (from)

(αποφύγω (από)

Other Greek words related to (αποφύγω (από)

Definitions and Meaning of desist (from) in English

desist (from)

No definition found for this word.

FAQs About the word desist (from)

(αποφύγω (από)

σταματάω,αποκόβω,τέλος,σταματώ,απόλυση,παραιτούμαι,σταματάω,Σπάω,σπάω,χωρισμός

Συνέχισε,συνεχίζω,Συνεχίζω,προχωρώ,τρέχω,πρόοδος,Πρόοδος,συνεχίσει (με),οδήγηση,προωθώ

desires => επιθυμίες, designs => σχέδια, designee => εξουσιοδοτημένη οντότητα, designations => Ονομασίες, designates => ορίζει,