Greek Meaning of desist (from)
(αποφύγω (από)
Other Greek words related to (αποφύγω (από)
- σταματάω
- αποκόβω
- τέλος
- σταματώ
- απόλυση
- παραιτούμαι
- σταματάω
- Σπάω
- σπάω
- χωρισμός
- μπορώ
- Συμπεραίνουμε
- κόβω
- καθυστέρηση
- διακόπτω
- σταγόνα
- τέλος
- απομίμηση
- σταματώ
- απενεργοποιώ
- Αναστέλλω
- κλείσιμο
- παραιτούμαι
- τελείωσε
- Κουβάλημα
- βάζω τέλος σε
- καταργώ
- διακόπτω
- σύλληψη
- μπλοκ
- αποκλεισμός
- Φρένο
- κλήση
- έλεγχος
- καταστέλλω
- ολοκληρωμένο
- φράγμα
- απενεργοποιήσετε
- καθυστερώ
- διαλύω
- εμποδίζω
- κρατώ
- απέχω
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- παύση
- ερείπια
- ντουλάπι
- Κολοκύθα
- πνίγω
- Γραμματόσημο
- Αδιάβροχο
- αμετάβλητος
- μένω
- στέλεχος
- ακροβατικό
- καταπιέζω
- γυρίζω πίσω
- συγκρατώ
Nearest Words of desist (from)
Definitions and Meaning of desist (from) in English
desist (from)
No definition found for this word.
FAQs About the word desist (from)
(αποφύγω (από)
σταματάω,αποκόβω,τέλος,σταματώ,απόλυση,παραιτούμαι,σταματάω,Σπάω,σπάω,χωρισμός
Συνέχισε,συνεχίζω,Συνεχίζω,προχωρώ,τρέχω,πρόοδος,Πρόοδος,συνεχίσει (με),οδήγηση,προωθώ
desires => επιθυμίες, designs => σχέδια, designee => εξουσιοδοτημένη οντότητα, designations => Ονομασίες, designates => ορίζει,