FAQs About the word desolations

ερημώσεις

loneliness, devastation, ruin, sadness resulting from grief or loneliness, grief, sadness, the condition of being desolated, the action of desolating, lifeless

ερημιές,έρημοι,ερείκη,ερημώσεις,Απόβλητα,ερημιές,Έρημοι,Πινέλα,θάμνοι,καταιγίδες σκόνης

Επισκευή

desks => γραφεία, desists (from) => (για) παύει/διακόπτει (από), desists => παύει, desisting (from) => Αποποίηση (από), desisted (from) => αποφασίζω (από),