FAQs About the word despairs

απελπίζεται

to lose hope for, utter loss of hope, to lose all hope or confidence, a cause of hopelessness

πενθεί,αποθαρρύνει,πονάει,παραδίδεται,βασανίζεται,αιμορραγεί,σκοτεινιάζει,αποθαρρύνει,αποθαρρύνει,παραιτείται

διαβεβαιώνει,φωτίζει,ενθαρρύνει,αγάλλεται,καθησυχάζει,χαίρεται,ενθαρρύνει

desolations => ερημώσεις, desks => γραφεία, desists (from) => (για) παύει/διακόπτει (από), desists => παύει, desisting (from) => Αποποίηση (από),