FAQs About the word outdoors

Έξω

where the air is unconfined, outside a buildingAbread; out of the house; out of doors.

έξω,έξω,σε εξωτερικούς χώρους,χωρίς

σε,μέσα,μέσα,εντός

outdoor stage => Εξωτερική σκηνή, outdoor sport => Αθλήματα εξωτερικού χώρου, outdoor man => υπαίθριος, outdoor game => Εξωτερικό παιχνίδι, outdoor => υπαίθριο,