Greek Meaning of outdweller
Άγνωστος
Other Greek words related to Άγνωστος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of outdweller
- outer => εξωτερικός
- outer boundary => εξωτερικό όριο
- outer ear => εξωτερικό αυτί
- outer garment => εξωτερικό ένδυμα
- outer hebrides => Εξωτερικές Εβρίδες
- outer mongolia => Εξωτερική Μογγολία
- outer planet => Εξωτερικός πλανήτης
- outer space => το διάστημα
- outercourse => ξένη βοήθεια
- outerly => εξωτερικά
Definitions and Meaning of outdweller in English
outdweller (n.)
One who holds land in a parish, but lives elsewhere.
FAQs About the word outdweller
Άγνωστος
One who holds land in a parish, but lives elsewhere.
No synonyms found.
No antonyms found.
outdwell => επιβιώνω, outdure => επιβιώνω, outdrink => Νικήσω κάποιον στο ποτό, outdream => ξεπεράσει το όνειρο, outdraw => ξεπερνάει στη ζωγραφική,