FAQs About the word outdweller

Άγνωστος

One who holds land in a parish, but lives elsewhere.

No synonyms found.

No antonyms found.

outdwell => επιβιώνω, outdure => επιβιώνω, outdrink => Νικήσω κάποιον στο ποτό, outdream => ξεπεράσει το όνειρο, outdraw => ξεπερνάει στη ζωγραφική,